κρατιστής

κρατιστής
κρᾰτιστ-ής, οῦ, ,
A = κρατητής, ὦ βασιλέων κύριοι καὶ κρατισταί PMag.Leid.V.7.15.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρατίστης — κράτιστος strongest fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατισταί — κρατιστής masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”